- εγκυκλοπαιδικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκύκλιο παιδεία («εγκυκλοπαιδική μόρφωση»)2. το αρσ. ως ουσ. ο εγκυκλοπαιδικόςα) αυτός που έχει γενική μόρφωσηβ) στον πληθ. οι εγκυκλοπαιδιστές3. (το ουδ.) (για συγγράμματα) αυτό που περιέχει γενικές γνώσεις («εγκυκλοπαιδικό λεξικό»).
Dictionary of Greek. 2013.